Αθανάσιος

Αθανάσιος
Αθανάσιος ο
Афанасий –
1) имя некоторых святых Православной Церкви:

ο Μέγας Αθανάσιος (293-373) — Афанасий Великий, Александрийский, патриарх: Январь 18, Май 2;

2) мужское имя
Этим.
< дргр. αθανασία «бессмертие»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Αθανάσιος" в других словарях:

  • Ἀθανάσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος Διάκος — I Βλ. λ. Διάκος, Αθανάσιος. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 634 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλιέων …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος ο Μέγας — (295 – 373 μ.Χ.). Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της… …   Dictionary of Greek

  • Διάκος, Αθανάσιος — (Μουσουνίτσα Παρνασσίδας 1786; – Λαμία 1821).Αγωνιστής και μάρτυρας του 1821. Παρότι ανήκε στην αρματολική οικογένεια των Γραμματικών –ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός ήταν γνωστός καπετάνιος– οι γονείς του τον προόριζαν για το ιερατικό στάδιο …   Dictionary of Greek

  • Απάρτης, Αθανάσιος — (Σμύρνη 1899 – Αθήνα 1972). Γλύπτης. Έλαβε την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στο Παρίσι όπου, από το 1921 έως το 1927, μαθήτευσε στη σχολή Grande Chaumière με δάσκαλο τον Γάλλο γλύπτη Μπουρντέλ. Κατά την παραμονή του στη Γαλλία διακρίθηκε για την… …   Dictionary of Greek

  • Κανελλόπουλος, Αθανάσιος — (Ανδρίτσαινα Ηλείας 1923 – 1994). Δημοσιογράφος, οικονομολόγος και πολιτικός. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Το Βήμα και στο περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος. Η… …   Dictionary of Greek

  • Σίσυφος, Αθανάσιος — Ηθοποιός, ο οποίος άκμασε στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου (1824 1891). Είχε έμφυτη κλίση για το θέατρο, ανέβηκε δε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1850. Το πρώτο πρόσωπο που υποδύθηκε ήταν του Κουτεντιάδη στον Αγαθόπουλο του Μολιέρου, που… …   Dictionary of Greek

  • Τσακάλωφ, Αθανάσιος — (Ιωάννινα μετά το 1790 – Μόσχα 1851). Ηπειρώτης Φιλικός. Νέος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να καταφύγει στον πατέρα του, στη Ρωσία, απ’ όπου στάλθηκε (το 1814;) για σπουδές στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο ωστόσο αφήνει τη… …   Dictionary of Greek

  • Τσαλδάρης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1921 –). Πολιτικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και σπούδασε νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Ασχολήθηκε πολύ νέος με την πολιτική αφού προερχόταν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»